-
1 εὔθυνα
A setting straight, correction, chastisement, Pl.Prt. 326e (pl.); calling to account, POxy.1203.9 (i A.D.), etc.II esp. at Athens, public examination of the conduct of officials, held on the expiration of their term of office (dist. fr. λόγος 'rendering of accounts',οὔτε χρήματα διαχειρίσας τῆς πόλεως δίδωμι λόγον αὐτῶν, οὔτε ἀρχὴν ἄρξας οὐδεμίαν εὐθύνας ὑπέχω αὐτῆς Lys.24.26
;λόγον διδόντων τῶν χρημάτων.. καὶ εὐθύνας διδόντων IG12.91.27
), used in sg. by Ar.V. 571, Lys.10.27, al.;ἡ εὔ. βλάβη τις δικαία ἐστίν Arist.Rh. 1411b20
: more freq. in pl., IGl.c., Ar.Eq. 825 (anap.), etc.; πρεσβείας εὔθυναι an account of one's embassage, D.19.82; [τῆς στρατηγίας] ἔμ' ἀπαιτεῖς εὐθύνας Id.18.245
; opp.εὐθύνας διδόναι Ar. Pax 1187
, And.1.90;ὑποσχεῖν Lys.30.3
; κατηγορεῖν [τινος] εἰς τὰς εὐ. Antipho6.43; τὰς εὐ. κατηγορεῖν, ἐπὶ τὰς εὐθύνας ἐλθεῖν, D.19.81, 2;εὔθυνάν τινι ἐμβαλέσθαι Arist.Ath.48.4
, cf. Decr.ib.39.6; εὐθύνας or εὔθυναν ὀφλεῖν to be convicted, or accused, of malversation, And. 1.73, Lys.10.27;κλοπῆς ἕνεκα Aeschin.3.10
; εὐθύνας ἀποφυγεῖν, διαφυγεῖν, to be acquitted thereof, Pl.Lg. 946d, 947e;τῆς εὐθύνης ἀπολύειν τινά Ar.V. 571
: metaph., τὰς εὐ. τὰς τοῦ βίου the accounts rendered of your life, Alex.262.8, cf. Ph.2.214, al. (On the accent see Hdn.Gr.1.257.37: the later form εὐθύνη, nom. pl. εὐθὺναι is sts. found in codd. of early writers, as Lys. 10.27, Pl.Prt. 326e, but shd. prob. be corrected.) -
2 ἀπολύω
Aἀπολελύσομαι X.Cyr. 6.2.37
:—loose from,ἱμάντα θοῶς ἀπέλυσε κορώνης Od.21.46
; ὄφρ' ἀπὸ τοίχους λῦσε κλύδων τρόπιος the sides of the ship from the keel, ib.12.420; undo, ἀπὸ κρήδεμνον ἔλυσεν ib.3.392;ἐπιδέσματα Hp. Fract.25
.2 set free, release, relieve from,ἀ. τινὰ τῆς φρουρῆς Hdt. 2.30
;τῆς ἐπιμελείας X.Cyr.8.3.47
;τῶν ἐκεῖ κακῶν Pl.R. 365a
; , cf. 67a; ἀ. τῆς μετρήσεως save them from the trouble of measuring, Arist.Pol. 1257a40:— [voice] Pass., to be set free, τῶν δεινῶν, φόβου, Th.1.70, 7.56, etc.b freq. in legal sense, ἀ. τῆς αἰτίης acquit of the charge, Hdt.9.88, X.An.6.6.15; opp. καταψηφίζω, Democr.262;τῆς εὐθύνης Ar.V. 571
: c. inf., ἀ. τινὰ μὴ φῶρα εἶναι acquit of being a thief, Hdt.2.174; soἀπολύεται μὴ ἀδικεῖν Th.1.95
, cf. 128: abs., acquit, Ar.V. 988, 1000, Lys.20.20, etc.II in Il. always, = ἀπολυτρόω, release on receipt of ransom, ;Ἕκτορ' ἔχει.. οὐδ' ἀπέλυσεν 24.115
, al.:—[voice] Med., set free by payment of ransom, ransom, redeem, at a price of..,Il.
22.50 (but [voice] Act. in Prose,ἀπολύειν πολλῶν χρημάτων X.HG4.8.21
).III discharge, disband an army,ἀ. οἴκαδε X.HG6.5.21
; generally, dismiss, discharge,ἐμὲ.. ἀπέλυσ' ἄδειπνον Ar.Ach. 1155
, cf. Bion 1.96.4 discharge or pay a debt, Pl.Cra. 417b; pay,ἀ. τὸν χαλκόν PTeb. 490
(i B. C.); pay off a mortgage, POxy.509.15.II ἀπολύεσθαι διαβολάς do away with, refute calumnies against one, Th.8.87, Pl.Ap. 37b, al.: abs., Arist.Rh. 1416b9.2 τὴν αἰτίαν, τὰς βλασφημίας, τὰ κατηγορημένα, Th.5.75, D. 15.2, 18.4: c. gen.,τῶν εἰς Ἀριστόβουλον -σασθαι J.AJ15.3.5
.IV like [voice] Pass. (c. 11), depart, S.Ant. 1314; also, put off,πνεῦμα ἀ. AP9.276
(Crin.); butπνεῦμα μελῶν ἀπέλυε IG14.607e
([place name] Carales).C [voice] Pass., to be released, ἐλπίζων τοὺς υἱέας τῆς στρατηΐης ἀπολελύσθαι from military service, Hdt.4.84, cf. X.Cyr.6.2.37; τῆς ἀρχῆς ἀπολυθῆναι βουλόμενοι to be freed from their rule, Th.2.8; ;τῆς ὑποψίας Antipho 2.4.3
; τῆς μιαρίας ib. 3.11: abs., to be acquitted, Th.6.29; to be absolved from,τῶν ἀδικημάτων Pl.Phd. 113d
.II of combatants, to be separated, part,οὐ ῥᾳδίως ἀπελύοντο Th.1.49
; generally, to be separated or detached, ἀλλήλων or ἀπ' ἀλλήλων, Arist.Metaph. 1031b3, Ph. 185a28;ἀ. τὰ ᾠὰ τῆς ὑστέρας Id.GA 754b18
, al.; ἀπολελυμένος, abs., detached, αἰδοῖον, γλῶττα, ὄρχεις, Id.HA 500b2, 533a27, 535b2; τὴν γλῶτταν ἀ. having its tongue detached, Id.Fr. 319, al.; also, distinct, differentiated, Id.HA 497b22.2 depart, ἔθανες, ἀπελύθης, S.Ant. 1268 (lyr.), cf. Plb.6.58.4, al., LXX Nu.20.29, al.; cf. supr. B. IV.III of a child, to be brought forth, Hp.Superf.11, cf. 24, Arist.GA 745b11; of the mother, to be delivered, Hp.Epid.2.2.17.V ἀπολελυμένος, η, ον, absolute, esp. in Gramm., D.T. 636.15, A.D.Synt.97.20, al.: also, general, of meaning, Olymp.Alch. p.72B.VI of metres, irregular, without strophic responsion, Heph.Poëm.5. -
3 ἐκλανθάνω
A escape notice utterly:—[voice] Med., forget utterly, c. gen. rei,ἐκ χόλω τῶδε λαθοίμεθα Alc.Supp.23.9
; τοῦδ' ἐκλανθάνει thou forgettest this entirely, S.OC 1005 ;ἐγλαθόμενος τῆς εὐθύνης POxy.1203.8
(i A.D.), cf. Ph.1.247, al.;ἐ. ὅτι.. Pl.Ax. 369e
.II causal in [tense] pres. [full] ἐκληθάνω, with [tense] aor. 1 ἐξέλησα, [dialect] Aeol. ἐξέλᾱσα (v. infr.): [dialect] Ep. redupl. [tense] aor. 2 ἐκλέλᾰθον:1 [voice] Act., make one quite forgetful of a thing, c.gen. rei,ἐκ δέ με πάντων ληθάνει ὅσσ' ἔπαθον Od.7.220
;ἔκ μ' ἔλᾱσας ἀλγέων Alc.95
: c. acc. rei, ἐκλέλαθον κιθαριστύν made him quite forget his harping, Il.2.600 : abs., Ἀΐδας ὁ ἐκλελάθων (redupl. [tense] pres.) Theoc. 1.63.2 [voice] Med. and [voice] Pass., forget utterly,ὀϊζύος ἐκλελαθέσθαι Il.6.285
;ἀικῆς ἐξελάθοντο 16.602
; : c. inf.,ἐκλάθετο..καταβῆναι Od.10.557
;λελάθοντο.., οὐ μὰν ἐκλελάθοντ' Sapph.93
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκλανθάνω
См. также в других словарях:
Γιβραλτάρ — I Έκταση: 6,5 τ. χλμ. Πληθυσμός: 27.714 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: ΓιβραλτάρΠεριοχή στην άκρη της νοτιοδυτικής Ευρώπης, που τελεί σε καθεστώς αποικίας της Μεγάλης Βρετανίας. Η συνολική έκτασή του είναι 6,5 τ. χλμ. και ο πληθυσμός 27.714 κάτ. (2002)… … Dictionary of Greek
εταιρεία — (Νομ.). Σύμφωνα με τον ελληνικό Aστικό Kώδικα (Α.Κ.) είναι μια ιδιότυπη αμφοτεροβαρής σύμβαση, με την οποία δύο ή περισσότερα πρόσωπα αναλαμβάνουν μεταξύ τους την υποχρέωση να επιδιώξουν ένα κοινό σκοπό, καταβάλλοντας ίσες –αν δεν έχει οριστεί… … Dictionary of Greek
επικοινωνία, μαζική — Όρος που προέρχεται από την αμερικανική έκφραση mass communication και υποδηλώνει τη χρήση των μέσων αναμετάδοσης και διάδοσης που διαθέτει η σύγχρονη τεχνολογία για την παροχή ειδήσεων και πληροφοριών κάθε είδους σε διαρκώς ευρύτερο κοινό.… … Dictionary of Greek
διοικητικά συστήματα — Τα συστήματα οργάνωσης της κρατικής διοίκησης και κατ’ επέκταση της διοίκησης κάθε συλλογικού φορέα. Τα κύρια συστήματα διοικητικής οργάνωσης είναι δύο: το συγκεντρωτικό και το αποκεντρωτικό. Στο συγκεντρωτικό σύστημα, η εξουσία ενός διοικητικού… … Dictionary of Greek
αδικοπραξία ή αδικοπραγία — Η ανθρώπινη συμπεριφορά που αντίκειται στους σκοπούς της έννομης τάξης και απαγορεύεται από τον νόμο. Η α. είναι έννοια πλατύτερη από το αδίκημα, γιατί α. μπορεί να υπάρχει και χωρίς υπαίτια συμπεριφορά. Κάθε αστικό αδίκημα είναι α., κάθε όμως α … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα … Dictionary of Greek
Ολλανδία — I Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με το Βέλγιο, Α με τη Γερμανία, και βρέχεται Β από τη Βόρεια θάλασσα.Το σημερινό έδαφος της Ο. προέκυψε μετά την αποχώρηση του Βελγίου, το 1830, από το βασίλειο της Ο., το οποίο είχε δημιουργηθεί το 1815 … Dictionary of Greek
Βικτόρια — I (Alexandrina Victoria, Λονδίνο 1819 – 1901).Βασίλισσα του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας (1837 1901) και αυτοκράτειρα των Ινδιών (1876 1901). Κόρη του Εδουάρδου, δούκα του Κεντ, τέταρτου γιου του Γεωργίου Γ’ και… … Dictionary of Greek
νοημοσύνη ή νόηση — Ο όρος χρησιμοποιείται στην τρέχουσα γλώσσα με διάφορες σημασίες, που άλλοτε αναφέρονται σε φιλοσοφικές και μεταφυσικές έννοιες και άλλοτε σε γεγονότα της πρακτικής ζωής. Ο μέσος άνθρωπος θεωρεί τη ν. ως ιδιαίτερη ικανότητα του πνεύματος, μια… … Dictionary of Greek
Ρωμανός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Διάκονος στην Καισάρεια της Παλαιστίνης. Μαρτύρησε επί Διοκλητιανού (284 305) και Μαξιμιανού (286 305) με απαγχονισμό. Η μνήμη του τιμάται στις 18 Νοεμβρίου. 2. Άκμασε επί Μαξιμιανού (286 305).… … Dictionary of Greek
παιδικά περιοδικά — Περιοδικά έντυπα, γραμμένα ειδικά για παιδιά ή έντυπα που γράφονται από παιδιά, κυρίως της μέσης εκπαίδευσης, αλλά συχνά και της δημοτικής. Από τα πρώτα, αξιολογότερο περιοδικό θεωρείται η Διάπλασις των Παίδων, παρά το γεγονός ότι, στα νεότερα… … Dictionary of Greek